- ὀλιγηπελέων
- ὀλιγηπελέωνhaving little powerpres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic)ὀλιγηπελήςweakmasc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολιγηπελέων — ὀλιγηπελέων, ουσα (Α) αυτός που έχει λίγη δύναμη, αδύναμος, ασθενής, λιπόθυμος («ὁ δ ἄρ ἄπνευστος καὶ ἄναυδος κεῑτ ὀλιγηπελέων», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. σχηματισμένη από το επίθ. ὀλιγηπελής για μετρικούς λόγους (πρβλ. δυσμενής: δυσμενέοντες,… … Dictionary of Greek
ὀλιγηπελέοντα — ὀλιγηπελέων having little power pres part act neut nom/voc/acc pl (epic doric ionic aeolic) ὀλιγηπελέων having little power pres part act masc acc sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγηπελέοντι — ὀλιγηπελέων having little power pres part act masc/neut dat sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγηπελέουσα — ὀλιγηπελέων having little power pres part act fem nom/voc sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακηπελέων — κακηπελέων, ουσα (Α) αυτός που βρίσκεται σε κακή κατάσταση, ο ασθενής. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κακηπελέων < κακ(ο) * + πέλομαι «είμαι, γίνομαι» και είναι επική μτχ. που σχηματίστηκε κατά το ὀλιγηπελέων. Το η τού τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους προς… … Dictionary of Greek
λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… … Dictionary of Greek
νηπελέω — (Α) είμαι αδύνατος, αδυνατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + *ἄπελος, τ. που σχηματίστηκε κατά το ὀλιγηπελέων*] … Dictionary of Greek
ολιγηπελής — ὀλιγηπελής, ές (Α) αδύναμος, ανίσχυρος, ασθενικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. λ. με α συνθετικό το επίθ. ὀλίγος και β συνθετικό ένα αμάρτυρο ουδ. ουσ. *ἄπελος. Το η τού τ. ὀλιγηπελέων οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως. Ο τ. *ἄπελος θα μπορούσε … Dictionary of Greek
ολιγηπελεέσκω — ὀλιγηπελεέσκω (Α) έχω ασθενή δύναμη, είμαι αδύναμος, εξασθενημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγηπελέων + επίθημα σκω] … Dictionary of Greek